- συμμετρίαι
- συμμετρίαcommensurabilityfem nom/voc plσυμμετρίᾱͅ , συμμετρίαcommensurabilityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμετρίαι — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Симметрия (биология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Симметрия (значения). Симметрия (др. греч. συμμετριαι «соразмерность») в биологии закономерное расположение подобных (одинаковых) частей тела или форм живого организма, совокупности… … Википедия
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek